αναμαρτητος

αναμαρτητος
    ἀναμάρτητος
    ἀν-αμάρτητος
    2
    1) ничем не провинившийся, невиновный
    

(τινι Her. и πρός τινα Dem.)

    ἀ. τινος Her. — невиновный в чем-л.

    2) поступающий безошибочно, непогрешимый Plat., Plut.
    3) безукоризненный, безупречный
    

(ἥ τῶν ὅλων τάξις Xen.; πολιτεῖαι Arst.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αναμαρτητος" в других словарях:

  • ἀναμάρτητος — making no mistake masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναμάρτητος — η, ο (Α ἀναμάρτητος, ον) [ἁμαρτάνω] 1. αυτός που δεν έχει αμαρτήσει, άμεμπτος, ανεπίληπτος, αγνός 2. αυτός που δεν κάνει ποτέ λάθη, αλάθητος, αλάνθαστος 3. το ουδ. ως ουσ. το αναμάρτητο(ν) η αναμαρτησία* μσν. αυτός που έχει λυτρωθεί από την… …   Dictionary of Greek

  • αναμάρτητος — η, ο αυτός που δεν πέφτει σε αμάρτημα, ο αλάθευτος: Αναμάρτητος είναι μόνο ο Θεός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀναμαρτητότερον — ἀναμάρτητος making no mistake adverbial comp ἀναμάρτητος making no mistake masc acc comp sg ἀναμάρτητος making no mistake neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναμαρτητότατον — ἀναμάρτητος making no mistake masc acc superl sg ἀναμάρτητος making no mistake neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναμαρτήτως — ἀναμάρτητος making no mistake adverbial ἀναμάρτητος making no mistake masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναμάρτητον — ἀναμάρτητος making no mistake masc/fem acc sg ἀναμάρτητος making no mistake neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναμαρτήτοις — ἀναμάρτητος making no mistake masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναμαρτήτου — ἀναμάρτητος making no mistake masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναμαρτήτους — ἀναμάρτητος making no mistake masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναμαρτήτων — ἀναμάρτητος making no mistake masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»